- λουλακάτος
- η , ο1) см. λουλακύς; 2) подсинённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουλακάτος, -η, -ο — και λουλακής, ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα του λουλακιού: Τι θα φτιάξεις με αυτό το λουλακάτο ύφασμα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουλακάτος — η, ο [λουλάκι] λουλακής … Dictionary of Greek